Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αυτός τα έχει

  • 1 αὐτός

    αὐτός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν; -ῶν, -οῖς, -ούς: -ά, -ᾶς, -ᾷ, -άν; -αῖς: acc.; - ῶν)
    1 emphatic adj., himself, herself
    a nom.,

    Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48

    ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62

    αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135

    ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297

    χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56

    δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50

    τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91

    ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54

    εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.
    b c. subs.

    αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50

    οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76

    Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169

    Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213

    θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31

    ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1

    ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8
    c c. pron.

    κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.
    2 reflex. pron.

    ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76

    καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53

    χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34

    διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.
    3 him, her, it pers. pron.

    ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73

    ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19

    ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24

    ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40

    χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27

    δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45

    Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49

    νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65

    αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88

    σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98

    γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3

    Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32

    δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32

    τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101

    Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19

    δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44

    πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμενP. 4.38

    ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67

    ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121

    αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128

    τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόνP. 4.155

    κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200

    τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210

    Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218

    κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3

    ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118

    ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8

    ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27

    ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69

    δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68

    πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49

    εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89

    θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36

    νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15

    ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46

    αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37

    ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39

    ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.
    4 ὁ αὐτός v. C. 7.

    Lexicon to Pindar > αὐτός

  • 2 çıkıntılı

    αυτός που έχει προέκταση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çıkıntılı

  • 3 охота

    θ.
    κυνήγι, θήρα•

    медвежья охота κυνήγι αρκούδων•

    охота на волков κυνήγι λύκων•

    идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•

    пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•

    псовая охота κυνήγι με σκυλιά;

    τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).
    θ.
    επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•

    у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•

    у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•

    отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•

    он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.

    εκφρ.
    охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•
    что за охота – τι σας αρέσει•
    α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•
    β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει.

    Большой русско-греческий словарь > охота

  • 4 неправый

    επ., βρ: -прав, -а, -о
    άδικος, που δεν έχει δίκαιο•

    он -ав αυτός δεν έχει δίκαιο ή αυτός έχει άδικο.

    || παλ. άδικος, που δεν απονέμει το δίκαιο•

    неправый суд άδικο δικαστήριο.

    Большой русско-греческий словарь > неправый

  • 5 άσπρο(ν)

    τό
    1) πλ. деньги; чистоган;

    τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα — за деньги и звёзды с неба достанешь;

    2) перен. ничтожное количество, капля;

    δεν αξίζει άσπρο(ν) — не имеет никакой ценности;

    αυτός δεν έχει άσπρου ντροπή — у него стыда ни на грош нет;

    αυτός δεν έχει άσπρου γνώση — у него ни капли здравого смысла; — он совсем безмозглый;

    3) белый цвет,, белое;

    τό άσπρο(ν) λερώνει εύκολα — белое легко пачкается;

    4) виноград (один из сортов);
    5) белок яйца; 6) ист. мелкая монета (византийская, турецкая, кипрская);

    § άσπρο στοπουγγί, ψάρια στο βουνί — посл, есть в мошне, так будет и в квашне

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρο(ν)

  • 6 άσπρο(ν)

    τό
    1) πλ. деньги; чистоган;

    τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα — за деньги и звёзды с неба достанешь;

    2) перен. ничтожное количество, капля;

    δεν αξίζει άσπρο(ν) — не имеет никакой ценности;

    αυτός δεν έχει άσπρου ντροπή — у него стыда ни на грош нет;

    αυτός δεν έχει άσπρου γνώση — у него ни капли здравого смысла; — он совсем безмозглый;

    3) белый цвет,, белое;

    τό άσπρο(ν) λερώνει εύκολα — белое легко пачкается;

    4) виноград (один из сортов);
    5) белок яйца; 6) ист. мелкая монета (византийская, турецкая, кипрская);

    § άσπρο στοπουγγί, ψάρια στο βουνί — посл, есть в мошне, так будет и в квашне

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσπρο(ν)

  • 7 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 8 святой

    επ., βρ: свят, свята, свято.
    1. άγιος•

    Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•

    Святая Троица η Αγία Τριάδα•

    святые места οι άγιοι τόποι•

    святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•

    святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•

    святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).

    2. ουσ. το ιερό•

    для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•

    жития -ых οι βίοι των αγίων.

    || ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•

    день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•

    клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.

    || ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.
    3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•

    он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.

    4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•

    -ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.

    5. ύψιστος•

    святой долг ιερό καθήκο.

    εκφρ.
    святой отец – πάτερ•
    - ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•
    хоть -ых (вон) неси (выноси)παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος).

    Большой русско-греческий словарь > святой

  • 9 смыслить

    ρ.δ. εννοώ, καταλαβαίνω• σκαμπάζω•

    он не -ит этого дела ή ничего не -ит в етом деле αυτός δεν καταλαβαίνει τίποτε από αυτή την υπόθεση•

    он не -ит в музыке αυτός δεν έχει ιδέα μουσικής.

    Большой русско-греческий словарь > смыслить

  • 10 имеийниик

    имеий||ниик
    м αὐτός πού ἔχει τήν ὁνομαστική του γιορτή.

    Русско-новогреческий словарь > имеийниик

  • 11 склонный

    склон||ный
    прил ἐπιρρεπής, αὐτός πού ἔχει τάση:
    я \склонныйей думать, что... κλίνω νά πιστέψω, ὅτι... склоняемый
    1. прич. от склонять·
    2. прил грам. κλιτός.

    Русско-новогреческий словарь > склонный

  • 12 ηθική

    η этика; мораль, нравственность;

    κομμουνιστική ηθική — коммунистическая мораль;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηθική

  • 13 ιερό(ν)

    τό
    1) святыня;

    αυτός δεν έχει ούτε ιερό(ν), ούτε όσιο — для него нет ничего святого;

    2) святилище, алтарь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιερό(ν)

  • 14 ιερό(ν)

    τό
    1) святыня;

    αυτός δεν έχει ούτε ιερό(ν), ούτε όσιο — для него нет ничего святого;

    2) святилище, алтарь

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ιερό(ν)

  • 15 μασούρι

    τό
    1) цевка (ткацкого станка); 2) катушка, шпулька; 3) трубка, трубочка;

    ένα μασούρι θειάφι — трубочка серы;

    4) столбик монет; пачка денег;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μασούρι

  • 16 πέτσα

    η
    1) см. πετσί; 2) корка, корочка; 3) пенка (на молоке); 4) горбушка (хлеба);

    5) стыдливость, стыд, αυτός δεν έχει καθόλου πέτσαу него совсем нет стыда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέτσα

  • 17 πίστη

    [-ις (-εως)] η
    1) вера, уверенность, убеждённость; 2) верность, преданность;

    η πίστη στον όρκο — верность присяге;

    σηζυγική πίστη — супружеская верность;

    3) доверие;
    4) вера (религиозная);

    η χριστιανική πίστη — христианская вера;

    5) кредит;

    εμπορική πίστη — коммерческий кредит;

    τραπεζιτική πίστη — банковский кредит;

    § κακή πίστη — вероломство, коварство;

    καλή πίστη — искренность, чистосердечие;

    καλή τη πίστει незлобиво, с чи- стым сердцем;

    του βγάζω ( — или αλλάζω) την πίστη — замучивать, утомлять;

    μου βγήκε η πίστη — я замучился;

    αυτός δεν έχει πίστη — ему доверять нельзя; — он ненадёжный человек

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίστη

  • 18 straggler

    noun (a person who walks too slowly during a march etc and gets left behind: A car was sent to pick up the stragglers.) αυτός που έχει ξεμείνει πίσω

    English-Greek dictionary > straggler

  • 19 именинник

    [ιμινίννικ] ουσ. α. αυτός που έχει την ονομαστική γιορτή

    Русско-греческий новый словарь > именинник

  • 20 склонный

    [σκλόννυϊ] εκ. αυτός που έχει τάση

    Русско-греческий новый словарь > склонный

См. также в других словарях:

  • αδέσποτος — Αυτός που δεν έχει ιδιοκτήτη, δεν ανήκει σε κανέναν· αυτός που είναι άγνωστης προέλευσης· ελεύθερος, ανεξάρτητος, αβάσιμος, αστήρικτος, αβέβαιος. αδέσποτα πράγματα. Τα κινητά που δεν ανήκουν κατά κυριότητα σε κανέναν. Αυτά είτε είναι α. από την… …   Dictionary of Greek

  • θερμικός — Αυτός που έχει σχέση με τη θερμότητα ή τη θερμοκρασία. θ. αγωγιμότητα.Βλ. λ. αγωγιμότητα (θερμική). θ. ακτινοβολία. Βλ. λ. ακτινοβολία. θ. διαστολή. Βλ. λ. διαστολή. θ. ενέργεια.Βλ. λ. ενέργεια. θ. θόρυβος. Θόρυβος που οφείλεται στη θερμοδυναμική …   Dictionary of Greek

  • κεχριμπαρένιος, -ια, -ιο — αυτός που έχει κατασκευαστεί από κεχριμπάρι ή αυτός που έχει το χρώμα του κεχριμπαριού: Έχει κεχριμπαρένιες χάντρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδαλοειδής — Αυτός που έχει σχήμα αμυγδάλου, που μοιάζει με αμύγδαλο. Α. είναι και ονομασία που χαρακτηρίζει ηφαιστειογενή πετρώματα με κοιλότητες σε σχήμα αμυγδάλου. Οι κοιλότητες αυτές δημιουργήθηκαν από φουσκάλες ατμού μέσα στη λάβα και έχουν μέγεθος… …   Dictionary of Greek

  • δολιχοκέφαλος — Αυτός που έχει μακρόστενο κρανίο (από το αρχαιοελληνικό δολιχός = μακρύς). Ειδικότερα, δ. χαρακτηρίζεται αυτός που έχει κεφαλικό δείκτη (η σχέση μεταξύ μέγιστου πλάτους και μήκους του κεφαλιού σε εκατοστά) μικρότερο από 79. Ένα κρανίο με αυτές… …   Dictionary of Greek

  • χοντρομούρης, -α, -ικο — αυτός που έχει χοντρή μούρη, αυτός που έχει χοντρά χαρακτηριστικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

  • αλαφροΐσκιωτος — Αυτός που έχει ελαφριά σκιά, σε αντίθεση με τον βαρύσκιωτο, που έχει βαριά (Πολίτου Παραδ. σ. 432, αρ. 732 και 1066). Λέγεται και αλαφρόσκιωτος. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιεί ο λαός για τους ανθρώπους εκείνους που έχουν την ιδιότητα και τη… …   Dictionary of Greek

  • ασημής, -ιά, -ί — αυτός που έχει χρώμα σαν του ασημιού, αργυρόχρωμος: Η τσιπούρα έχει χρώμα ασημί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βυσσινής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του βύσσινου: Η ταπετσαρία του καναπέ έχει χρώμα βυσσινί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»